συνδιοίσοντος

συνδιοίσοντος
συνδιαφέρω
bear along with one
fut part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαφέρω — ΜΑ [διαφέρω] υποφέρω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με άλλον («τοῑσι Χίοισι τὸν... πόλεμον συνδιήνεικαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. συμπαρασύρω κάτι εδώ κι εκεί («ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῡν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”